- έκπαγλος
- -η, -ο (AM ἔκπαγλος, -ον)αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» — με εκπληκτική δύναμηγ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» — θαυμαστός για τα κατορθώματά του)αρχ.1. εκπληκτικός, φοβερός («ἔκπαγλος ἐὼν και θαρσαλέος πολεμιστής», «χειμὼν ἔκπαγλος»)2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).[ΕΤΥΜΟΛ. < *έκ-πλαγ-λος (με ανομοίωση τών δύο -λ-) < θ. εκ-πλαγ- (πρβλ. εκπλαγήναι, απαρέμφατο παθ. αορ. τού ρ. εκπλήσσομαι). Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην ποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.